- ρόδισμα
- το, Ν [ροδίζω]1. το να ροδίζει, να παίρνει κάτι το χρώμα τού ρόδου («το ρόδισμα της Ανατολής»)2. το ροδοκοκκίνισμα φαγητού ή γλυκού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρόδισμα — το, ατος ροδοκοκκίνισμα: Έβγαλες το ψωμί από το φούρνο πάνω στο ρόδισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρανός — ο 1. το άπειρο διάστημα όπου κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. ο ουράνιος θόλος σε κάθε τόπο της Γης: Με τ ουρανού το ρόδισμα ξεκινήσαμε. 3. ουράνια περιοχή, ως κατοικία θεών και ψυχών: Ο Θεός βρίσκεται στους Ουρανούς. 4. μτφ., το επιστέγασμα κάθε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)